- μεσόστιχον
- μεσόστιχον, τὸ (Μ)ο μέσος, ο ενδιάμεσος στίχος και ειδικά ο στίχος τών Ψαλμών ο οποίος προηγείται ενός τροπαρίου («καὶ τὰ τροπάρια δὲ τῶν καθισμάτων διπλοῡνται λεγομένου μεσοστίχου», Στουδ. Θεόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + στίχος (πρβλ. τετρά-στιχο)].
Dictionary of Greek. 2013.